- μυριόστομος
- -η, -οαυτός που έχει πολλά στόματα ή βγαίνει από πολλά στόματα: Μυριόστομη φωνή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυριόστομος — η, ο, θηλ. και ος (Μ μυριόστομος, ον) αυτός που έχει αναρίθμητα στόματα νεοελλ. αυτός που βγαίνει από μύρια στόματα («μυριόστομη κραυγή») μσν. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πάρα πολλές αιχμές (α. «μυριόστομον ξίφος», Γ. Πισίδ. β.… … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek